- σύνθωκος
- σύνθωκοςpublic seatmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύνθωκος — και σύνθακος, ον, ΜΑ 1. παρακαθήμενος, συγκάθεδρος* 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σύνθωκος το κάθισμα, η έδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θῶκος / θᾶκος «έδρα, κάθισμα»] … Dictionary of Greek
ξύνθωκος — σύνθωκος , σύνθωκος public seat masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνθωκον — σύνθωκος public seat masc/fem acc sg σύνθωκος public seat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθώκου — σύνθωκος public seat masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθώκους — σύνθωκος public seat masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθώκῳ — σύνθωκος public seat masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνθωκε — σύνθωκος public seat masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνθωκοι — σύνθωκος public seat masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θώκος — ὁ (Α θᾱκος και επικ. και ιων. τ. θῶκος, επικ. τ. και θόωκος, Μ θῶκος) έδρα, κάθισμα νεοελλ. 1. κάθισμα που ξεχωρίζει, που υπερέχει από τα άλλα 2. κάθισμα επίσημου προσώπου («προεδρικός θώκος») 3. φρ. «οικολογικός θώκος» η μικρότερη ομάδα βιοτόπου … Dictionary of Greek
συνθωκώ — και συνθακῶ, έω, Α [σύνθωκος / σύνθακος] παρακάθημαι … Dictionary of Greek